- κόνις
- η (ΑM κόνις, -ιος, Α αττ. τ. -εως και -εος)σκόνη («κόνις δὲ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ' ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.)νεοελλ.(τεχνολ. -μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμόαρχ.1. τάφος («κατακρύπτει δ' ού κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν», Πίνδ.)2. αναρίθμητο πλήθος («οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμεθός τε κόνις τε», Ομ. Ιλ.)3. τέφρα, στάχτη4. άχρηστο κονιορτώδες υπόλειμμα, μηδαμινή ύλη («οὔτε ἡ ξανθὴ κόμη, οὔτε... ἐρύθημα ἐπὶ τοῡ προσώπου ἔτι ἔστιν... ἀλλὰ πάντα μία ἡμῑν κόνις, φασί, κρανία γυμνά τοῡ κάλλους», Λουκιαν.)5. λεπτή σκόνη με την οποία επιπάσσονταν οι παλαιστές, αφού είχαν αλειφτεί με λάδι («τήν μέντοι κόνιν ἐπὶ τὸ ἐναντίον χρησίμην οἰόμεθα εἶναι, ὡς μὴ διολισθαίνοιεν συμπλεκόμενοι», Λουκιαν.)6. ασβέστης7. φρ. α) «κόνις αιθαλόεσσα» — σκόνη ανάμικτη με αιθάλη, με καπνιά, την οποία έριχναν στο κεφάλι ως έκφραση βαρύτατου πένθουςβ) «ἐπίχρυσος κόνις» — χρυσόσκονη, σκόνη από χρυσό ή από άλλο χρυσόχρωμο μέταλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε σιγμόληκτο θ. κονισ- (πρβλ. κονίσ-αλος), που φαίνεται να εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kon- τής ΙΕ ρίζας *ken- «ξύνω, γρατζουνίζω, τρίβω», συνδεόμενη με λατ. cinis, -eris «σκόνη» και πιθ. με τις λ. κναίω, κνῶ* «ξύνω».ΠΑΡ. κονίααρχ.κονέω, κονίζω, κόνιος, κονίω, κονιώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κονιορτόςαρχ.κονιβατία, κονίπουςαρχ.-μσν.κονίσαλοςνεοελλ.κονιοποιώ, κονιοσκόπιο. (Β' συνθετικό) αρχ. χρυσόκονις].
Dictionary of Greek. 2013.